ἐργασίαι

ἐργασίαι
ἐργασία
work
fem nom/voc pl
ἐργασίᾱͅ , ἐργασία
work
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐργασίᾳ — ἐργασίαι , ἐργασία work fem nom/voc pl ἐργασίᾱͅ , ἐργασία work fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Маринатос, Спиридон — Спиридон Николау Маринатос греч. Σπυρίδων Νικολάου Μαρινᾶτος Дата рождения: 4 ноября 1901(1901 11 04) …   Википедия

  • Маринатос — Маринатос, Спиридон Спиридон Николау Маринатос греч. Σπυρίδων Νικολάου Μαρινᾶτος Дата рождения: 4 ноября 1901(1901 11 04) Место рождения …   Википедия

  • Маринатос С. — Спиридон Николау Маринатос греч. Σπυρίδων Νικολάου Μαρινᾶτος Файл:Marinatos.jpeg Дата рождения: 4 ноября 1901 Место рождения: Ликсури, Греция Дата смерти: 1 …   Википедия

  • Маринатос Спиридон — Спиридон Николау Маринатос греч. Σπυρίδων Νικολάου Μαρινᾶτος Файл:Marinatos.jpeg Дата рождения: 4 ноября 1901 Место рождения: Ликсури, Греция Дата смерти: 1 …   Википедия

  • Кицикис, Костас — Костас Кицикис (греч. Κώστας Κιτσίκης, 1893, Афины  1969[1])  греческий архитектор. Биографические сведения Костас Кицикис родился в 1893 году в Афинах. Он был младшим братом Никоса Кицикиса, ректора Афинского технического… …   Википедия

  • PALLIDI — et mali coloris homines, impudentes fere et inverecundi habebantur dicebanturque, nisi pallor ille ex studiorum contentione contractus videretur. Martial. l. 7. Epigr. 3. Esset, Maxime, cum mali coloris, Versus scribere coepit Oppianus.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ρυμοτομικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρυμοτομία («ρυμοτομικό σχέδιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμοτομία. Το θηλ., στον λόγιο τ. τού πληθ. ῥυμοτομικαὶ (ἐργασίαι), μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς] …   Dictionary of Greek

  • σωματικός — ή, ό / σωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο σώμα (α. «σωματική διάπλαση» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ. γ. «πόνοι σωματικοί», επιγρ. δ. «σωματικὰ ἔργα», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σωματική, υλική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”